ταχινά

ταχινά
τᾰχῐνά,

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ταχινά — ταχινός neut nom/voc/acc pl ταχινά̱ , ταχινός fem nom/voc/acc dual ταχινά̱ , ταχινός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχινά — Α επίρρ. (ποιητ. τ.) βλ. ταχινός …   Dictionary of Greek

  • ταχίνας — ταχίνᾱς , ταχίνας hare masc acc pl ταχίνᾱς , ταχίνας hare masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχινάς — ταχινά̱ς , ταχινός fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχίναν — ταχίνᾱν , ταχίνας hare masc acc sg (epic doric aeolic) ταχίνας hare masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχινός — ή, ό / ταχινός, ή, όν, ΝΑ, και ταχυνός, ή, ό, Ν νεοελλ. 1. πρωινός 2. το θηλ. ως ουσ. η ταχινή α) το πρωινό β) πρωινή δροσιά, πάχνη 3. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Ταχινός ο πλανήτης Αφροδίτη αρχ. ταχύς. επίρρ... ταχινά Α (ποιητ. τ.) ταχέως («χελιδὼν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”